kando
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kando < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kando | kandoj |
αιτιατική | kandon | kandojn |
kando (eo)
- το γλύκισμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kando | kandoj |
αιτιατική | kandon | kandojn |
kando (eo)