kandelingo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kandelingo < kandeling- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kandelingo | kandelingoj |
αιτιατική | kandelingon | kandelingojn |
kandelingo (eo)
- το κηροπήγιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kandelingo | kandelingoj |
αιτιατική | kandelingon | kandelingojn |
kandelingo (eo)