kancelario
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kancelario < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kancelario | kancelarioj |
αιτιατική | kancelarion | kancelariojn |
kancelario (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kancelario | kancelarioj |
αιτιατική | kancelarion | kancelariojn |
kancelario (eo)