kanalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanalo | kanaloj |
αιτιατική | kanalon | kanalojn |
kanalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanalo | kanaloj |
αιτιατική | kanalon | kanalojn |
kanalo (eo)