kampulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kampulo | kampuloj |
αιτιατική | kampulon | kampulojn |
kampulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kampulo | kampuloj |
αιτιατική | kampulon | kampulojn |
kampulo (eo)