kamerao
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kamerao < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamerao | kameraoj |
αιτιατική | kameraon | kameraojn |
kamerao (eo)
- η φωτογραφική κάμερα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamerao | kameraoj |
αιτιατική | kameraon | kameraojn |
kamerao (eo)