kameno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kameno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kameno | kamenoj |
αιτιατική | kamenon | kamenojn |
kameno (eo)
- το τζάκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kameno | kamenoj |
αιτιατική | kamenon | kamenojn |
kameno (eo)