kamarado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamarado | kamaradoj |
αιτιατική | kamaradon | kamaradojn |
kamarado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamarado | kamaradoj |
αιτιατική | kamaradon | kamaradojn |
kamarado (eo)