kakto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kakto | kaktoj |
αιτιατική | kakton | kaktojn |
kakto (eo)
- ο κάκτος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kakto | kaktoj |
αιτιατική | kakton | kaktojn |
kakto (eo)