kakeksio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kakeksio | kakeksioj |
αιτιατική | kakeksion | kakeksiojn |
kakeksio (eo)
- η καχεξία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kakeksio | kakeksioj |
αιτιατική | kakeksion | kakeksiojn |
kakeksio (eo)