kajuto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kajuto | kajutoj |
αιτιατική | kajuton | kajutojn |
kajuto (eo)
- η καμπίνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kajuto | kajutoj |
αιτιατική | kajuton | kajutojn |
kajuto (eo)