kafujo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kafujo | kafujoj |
αιτιατική | kafujon | kafujojn |
kafujo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kafujo | kafujoj |
αιτιατική | kafujon | kafujojn |
kafujo (eo)