juvelisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | juvelisto | juvelistoj |
αιτιατική | juveliston | juvelistojn |
juvelisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | juvelisto | juvelistoj |
αιτιατική | juveliston | juvelistojn |
juvelisto (eo)