justico
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- justico < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | justico | justicoj |
αιτιατική | justicon | justicojn |
justico (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | justico | justicoj |
αιτιατική | justicon | justicojn |
justico (eo)