junaĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | junaĝo | junaĝoj |
αιτιατική | junaĝon | junaĝojn |
junaĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | junaĝo | junaĝoj |
αιτιατική | junaĝon | junaĝojn |
junaĝo (eo)