joliet
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | joliet | joliets |
θηλυκό | joliette | joliettes |
joliet (fr)
- (οικείο) (σπάνιο) ομορφούλης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | joliet | joliets |
θηλυκό | joliette | joliettes |
joliet (fr)