jardeko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jardeko | jardekoj |
αιτιατική | jardekon | jardekojn |
jardeko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jardeko | jardekoj |
αιτιατική | jardekon | jardekojn |
jardeko (eo)