jacent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | jacent | jacents |
θηλυκό | jacente | jacentes |
Επίθετο
επεξεργασίαjacent (fr)
- (νομικός όρος) σχετικός με αγαθά που δεν έχουν γνωστό κάτοχο, π.χ. κληρονομιά όπου δεν εμφανίζεται κανένας κληρονόμος