Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

itala < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική itala italaj
αιτιατική italan italajn

itala (eo)

  1. ιταλικός
  2. (ουσιαστικοποιημένο επίθετο) η ιταλική γλώσσα, τα ιταλικά
  3. (ουσιαστικοποιημένο επίθετο) ο Ιταλός