invento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | invento | inventoj |
αιτιατική | inventon | inventojn |
invento (eo)
- η εφεύρεση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | invento | inventoj |
αιτιατική | inventon | inventojn |
invento (eo)