Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
inventivité
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɛ̃.vɑ̃.ti.vi.te
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
inventivité
inventivités
inventivité
(fr)
θηλυκό
η
επινοητικότητα
, η
εφευρετικότητα
, η
ευρηματικότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
inventer
inventeur
-
inventrice
inventif
-
inventive
invention