Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.vɑ̃.ti.vi.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inventivité inventivités

inventivité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία