inventif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.vɑ̃.tif/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inventif | inventifs |
θηλυκό | inventive | inventives |
inventif (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inventif | inventifs |
θηλυκό | inventive | inventives |
inventif (fr) αρσενικό