inundita
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inundita | inunditaj |
αιτιατική | inunditan | inunditajn |
inundita (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inundita | inunditaj |
αιτιατική | inunditan | inunditajn |
inundita (eo)