intesto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- intesto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intesto | intestoj |
αιτιατική | inteston | intestojn |
intesto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intesto | intestoj |
αιτιατική | inteston | intestojn |
intesto (eo)