Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

interrompo < inter + rompo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική interrompo interrompoj
αιτιατική interrompon interrompojn

interrompo (eo)

ĝi rekomencas funkcii post interrompo de pli ol tri tagoj
επαναλειτουργεί μετά διακοπή περισσότερων από τριών ημερών