interrilato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interrilato | interrilatoj |
αιτιατική | interrilaton | interrilatojn |
interrilato (eo)
- η σχέση ανάμεσα σε δύο άτομα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interrilato | interrilatoj |
αιτιατική | interrilaton | interrilatojn |
interrilato (eo)