interpunkcio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- interpunkcio < interpunkci- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interpunkcio | interpunkcioj |
αιτιατική | interpunkcion | interpunkciojn |
interpunkcio (eo)
- (γραμματική) η στίξη