interpreto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- interpreto < γαλλική interprète
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interpreto | interpretoj |
αιτιατική | interpreton | interpretojn |
interpreto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interpreto | interpretoj |
αιτιατική | interpreton | interpretojn |
interpreto (eo)