interparolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interparolo | interparoloj |
αιτιατική | interparolon | interparolojn |
interparolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interparolo | interparoloj |
αιτιατική | interparolon | interparolojn |
interparolo (eo)