internationally
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | internationally |
συγκριτικός | more internationally |
υπερθετικός | most internationally |
Ετυμολογία
επεξεργασία- internationally < international + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαinternationally (en)
- διεθνώς
- ⮡ This is an attempt being made to defame our country internationally.
- Γίνεται προσπάθεια να δυσφημιστεί η χώρα μας διεθνώς.
- ⮡ This is an attempt being made to defame our country internationally.