interkontinenta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- interkontinenta < inter + kontinenta
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interkontinenta | interkontinentaj |
αιτιατική | interkontinentan | interkontinentajn |
interkontinenta (eo)