interkonsento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interkonsento | interkonsentoj |
αιτιατική | interkonsenton | interkonsentojn |
interkonsento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interkonsento | interkonsentoj |
αιτιατική | interkonsenton | interkonsentojn |
interkonsento (eo)