interbatiĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interbatiĝo | interbatiĝoj |
αιτιατική | interbatiĝon | interbatiĝojn |
interbatiĝo (eo)
- ο τσακωμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interbatiĝo | interbatiĝoj |
αιτιατική | interbatiĝon | interbatiĝojn |
interbatiĝo (eo)