intelektulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intelektulo | intelektuloj |
αιτιατική | intelektulon | intelektulojn |
intelektulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intelektulo | intelektuloj |
αιτιατική | intelektulon | intelektulojn |
intelektulo (eo)