instinkto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- instinkto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instinkto | instinktoj |
αιτιατική | instinkton | instinktojn |
instinkto (eo)
- το ένστικτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instinkto | instinktoj |
αιτιατική | instinkton | instinktojn |
instinkto (eo)