instigado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instigado | instigadoj |
αιτιατική | instigadon | instigadojn |
instigado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instigado | instigadoj |
αιτιατική | instigadon | instigadojn |
instigado (eo)