inspektisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- inspektisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inspektisto | inspektistoj |
αιτιατική | inspektiston | inspektistojn |
inspektisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inspektisto | inspektistoj |
αιτιατική | inspektiston | inspektistojn |
inspektisto (eo)