insistado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | insistado | insistadoj |
αιτιατική | insistadon | insistadojn |
insistado (eo)
- η τάση για κάτι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | insistado | insistadoj |
αιτιατική | insistadon | insistadojn |
insistado (eo)