innéisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- innéisme < inné
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
innéisme | innéismes |
innéisme (fr) αρσενικό
- θεωρία ή συμπεριφορά που βασίζεται στη γνώμη ότι η νοητική δομή ή ο χαρακτήρας είναι εγγενή στοιχεία