Ετυμολογία

επεξεργασία
ingravesco < in + gravesco

ingravesco

  1. γίνομαι βαρύτερος, βαραίνω
  2. επιβαρύνω, ενοχλώ
  3. (παθητικό) γίνομαι/είμαι έγκυος, γκαστρώνομαι