informpetulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | informpetulo | informpetuloj |
αιτιατική | informpetulon | informpetulojn |
informpetulo (eo)
- αυτός που ζητάει πληροφορίες
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | informpetulo | informpetuloj |
αιτιατική | informpetulon | informpetulojn |
informpetulo (eo)