Ετυμολογία

επεξεργασία
informilo < inform- + -il- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική informilo informiloj
αιτιατική informilon informilojn

informilo (eo)

kio bulteno estas tre bona informilo - αυτό το φυλλάδιο είναι ένα πολύ καλό μέσο πληροφόρησης