inercio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- inercio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inercio | inercioj |
αιτιατική | inercion | inerciojn |
inercio (eo)
- η αδράνεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inercio | inercioj |
αιτιατική | inercion | inerciojn |
inercio (eo)