industriisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- industriisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | industriisto | industriistoj |
αιτιατική | industriiston | industriistojn |
industriisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | industriisto | industriistoj |
αιτιατική | industriiston | industriistojn |
industriisto (eo)