indisposition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
indisposition | indispositions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαindisposition (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)
- η αδιαθεσία, η κακοδιαθεσία
ενικός | πληθυντικός |
indisposition | indispositions |
indisposition (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)