Ετυμολογία

επεξεργασία
in order for < → δείτε τις λέξεις in, order και for

  Έκφραση

επεξεργασία

in order for (en)

  • (ιδιωματισμός) (με to) έτσι ώστε να, για να
    ⮡  We left home early in order for us to not have to drive after dark.
    Φύγαμε νωρίς απ' το σπίτι έτσι ώστε να μη χρειαζόταν να οδηγήσουμε μετά το σκοτάδι.
    ⮡  I will pay now in order for me to be certain that…
    Θα πληρώσω τώρα για να είμαι βεβαίως ότι…

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τον σύνδεσμο so that