impreso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | impreso | impresoj |
αιτιατική | impreson | impresojn |
impreso (eo)
- η εντύπωση
- ĝi donas al mi la impreson ke... - μου δίνει την εντύπωση ότι...