imperativo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- imperativo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | imperativo | imperativoj |
αιτιατική | imperativon | imperativojn |
imperativo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | imperativo | imperativoj |
αιτιατική | imperativon | imperativojn |
imperativo (eo)