Ετυμολογία

επεξεργασία
impardonnable < in- + pardonnable

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.paʁ.dɔ.nabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
impardonnable impardonnables

impardonnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία