irrémissible
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iʁ.(ʁ)e.mi.sibl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
irrémissible | irrémissibles |
irrémissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
irrémissible | irrémissibles |
irrémissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό