Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iʁ.(ʁ)e.mi.sibl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
irrémissible irrémissibles

irrémissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ασυγχώρητος
     συνώνυμα: impardonnable
  2. ανεπανόρθωτος
     συνώνυμα: irrémédiable

Αντώνυμα

επεξεργασία